- μεταλλαγή
- μεταλλαγήchangefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η η μεταβολή, η αλλαγή όψης, μορφής κτλ.: Η μεταλλαγή του πολιτικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλαγῇ — μεταλλάσσω change aor subj pass 3rd sg μεταλλάσσω change aor subj pass 3rd sg μεταλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek
μεταλλαγαῖς — μεταλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγαί — μεταλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγᾷ — μεταλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγῆς — μεταλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγήν — μεταλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… … Dictionary of Greek